- απαυτοματίζω
- ἀπαυτοματίζω (Α)κάνω κάτι μόνος μου, παράγω αυτόματα ή αυτοπροαίρετα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπαυτοματίζῃ — ἀπαυτοματίζω do pres subj mp 2nd sg ἀπαυτοματίζω do pres ind mp 2nd sg ἀπαυτοματίζω do pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυτοματίσῃ — ἀπαυτοματίζω do aor subj mid 2nd sg ἀπαυτοματίζω do aor subj act 3rd sg ἀπαυτοματίζω do fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυτοματιζόντων — ἀπαυτοματίζω do pres part act masc/neut gen pl ἀπαυτοματίζω do pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυτοματισθέντα — ἀπαυτοματίζω do aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπαυτοματίζω do aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυτοματίζον — ἀπαυτοματίζω do pres part act masc voc sg ἀπαυτοματίζω do pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυτοματίζοντα — ἀπαυτοματίζω do pres part act neut nom/voc/acc pl ἀπαυτοματίζω do pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυτοματίζουσιν — ἀπαυτοματίζω do pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπαυτοματίζω do pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυτοματίσαι — ἀπαυτοματίζω do aor inf act ἀπαυτοματίσαῑ , ἀπαυτοματίζω do aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυτοματιζομένῳ — ἀπαυτοματίζω do pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυτοματιζούσης — ἀπαυτοματίζω do pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)